αναγελώ

αναγελώ
-ασα, γελώ επιδειχτικά, εμπαίζω, κοροϊδεύω: Αναγελούσε το καθετί, γι' αυτό και κανείς δεν τον συμπαθούσε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αναγελώ — ( άω) (Α ἀναγελῶ) νεοελλ. 1. εμπαίζω, περιπαίζω, περιγελώ 2. έχω χαρούμενη έκφραση αρχ. γελώ δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + γελῶ] …   Dictionary of Greek

  • αναγέλασμα — το [αναγελώ] 1. εμπαιγμός, χλευασμός, κοροϊδία 2. ο άξιος εμπαιγμού, ο περίγελος τών άλλων …   Dictionary of Greek

  • αναγελαστής — ο (θηλ. άστρα) [αναγελώ] αυτός που περιπαίζει, που ειρωνεύεται τους άλλους, είρωνας, χλευαστής, σαρκαστικός 2. αυτός που σέ ξεγελά, δόλιος «μια μοίρα αναγελάστρα» …   Dictionary of Greek

  • γελώ — ( άω) (AM γελῶ, άω, Α και γελόω και γέλαιμι) 1. εκφράζω με γέλιο τη χαρά μου ή ικανοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την καρδιά μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.) 2. (για πράγματα)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”